μαστίω — (Α) (ποιητ. τ. τού μαστίζω) μαστίζω, μαστιγώνω, πλήττω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα».] … Dictionary of Greek
μαστιώ — μαστιῶ, άω (Α) (ποιητ. τ. μόνο στη μτχ.) μαστίζω, μαστιγώνω, ραθδίζω. («οὐρῇ μαστιόων ποσσὶ γλάφει», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα»] … Dictionary of Greek
μαστίω — μαστίον cup neut nom/voc/acc dual μαστίον cup neut gen sg (doric aeolic) μαστίω whip pres subj act 1st sg μαστίω whip pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιον — μαστίω whip imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μαστίω whip imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιέτην — μαστίω whip imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίεται — μαστίω whip pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμάστιε — μαστίω whip imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμάστιεν — μαστίω whip imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμάστιες — μαστίω whip imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek